Obowiązywanie στα ελληνικά

Μετάφραση: obowiązywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάρκεια, εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς
Obowiązywanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amfibole στα ελληνικά - αμφιβόλου, αμφιβολικό, Αμφίβολοι, αμφίβολου
  • bajczarz στα ελληνικά - κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλης, κουτσομπολιά, κουτσομπολιού, το κουτσομπολιό, τα κουτσομπολιά
  • bawoli στα ελληνικά - βουβαλιών, του Μπάφαλο, από Μπάφαλο, των βούβαλων, βουβάλας
  • elektroliza στα ελληνικά - ηλεκτρόλυση, ηλεκτρόλυσης, της ηλεκτρόλυσης, την ηλεκτρόλυση, της ηλεκτρολύσεως
Τυχαίες λέξεις
Obowiązywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάρκεια, εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς