Λέξη: εξακριβώνω
Σχετικές λέξεις: εξακριβώνω
εξακριβώνω english, εξακριβώνω συνώνυμα
Μεταφράσεις: εξακριβώνω
εξακριβώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascertain, Ascertain, verify, verified, verifies, Ascertain whether
εξακριβώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comprobar, averiguar, cerciorarse, determinar, verificar
εξακριβώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ermitteln, feststellen, bestimmen, festzustellen, ermitteln Sie
εξακριβώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déterminer, constater, repérer, établir, s'assurer, vérifier, assurer, se assurer
εξακριβώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accertare, stabilire, accertare la, accertarsi, constatare
εξακριβώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verificar, determinar, averiguar, apurar, certificar
εξακριβώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
constateren, bevinden, vaststellen, nagaan, vernemen, nagegaan
εξακριβώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выяснять, осветить, индивидуализировать, выяснить, освещать, убеждаться, удостоверяться, убедиться, устанавливать, дознаваться, констатировать, установить, устроить, разубедиться, Определить, удостовериться в, Убедиться, удостовериться в том
εξακριβώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fastslå, konstatere, finne ut, forvisse seg, forvisse
εξακριβώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förvissa, konstatera, klarhet, förvissa sig, försäkra
εξακριβώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määrittää, varmistaa, tarkistaa, katsoa, tarkastaa, Varmistetaan, Selvittää
εξακριβώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes
εξακριβώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zjistit, zjišťovat, třeba ověřit, Je třeba ověřit
εξακριβώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustalać, upewnić, ustalić, konstatować, upewniać, stwierdzać, stwierdzić, Upewnić się,, Upewnić się
εξακριβώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggyőződik, Győződjünk meg arról, Győződjünk, Győződjünk meg
εξακριβώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anlamak, olunmalıdır, emin olunmalıdır, öğrenmek
εξακριβώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
з'ясувати, пересвідчіться, пересвідчитися, встановлювати, установлювати, встановити
εξακριβώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konstatoj, konstatuar, të konstatuar, konstatojë, konstatojmë
εξακριβώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Установява, Проверява, Уверете, Проверява се, Уверете се
εξακριβώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць
εξακριβώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuvastama, kindlaks tegema, välja selgitama, Veendutakse, Seeläbi tehakse kindlaks
εξακριβώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razjasniti, ustanoviti, utvrditi, doznati, Provjerite raspola`e, utvrdi
εξακριβώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ganga úr skugga, Gengið er úr skugga, fullyrða, ganga úr skugga um, að ganga úr skugga
εξακριβώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nustatyti, išsiaiškinti, įsitikinti, Įsitikinama
εξακριβώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārliecināties, konstatēt, noteikt, noskaidrot
εξακριβώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
да утврди, утврди, се утврди, утврдат, да утврдува
εξακριβώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
constata, stabili, Se verifică, verifice, stabilească
εξακριβώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preveriti, ugotoviti
εξακριβώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zistiť, určiť, Nájsť, stanoviť
Τυχαίες λέξεις