Λέξη: παγκάκι

Σχετικές λέξεις: παγκάκι

παγκάκι κήπου, παγκάκι τιμή, παγκάκι διαστάσεις, παγκάκι τρίπολη, παγκάκι στα αγγλικά, παγκάκι από παλέτες, παγκάκι με αποθηκευτικό χώρο, παγκάκι κήπου 2 θέσεων, παγκάκι κουκάκι, παγκάκι κήπου 3 θέσεων

Συνώνυμα: παγκάκι

πάγκος, θρανίο, έδρα δικαστού, δικαστική εξουσία, δικαστικό σώμα

Μεταφράσεις: παγκάκι

παγκάκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bench, park bench, the bench, bench in

παγκάκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escaño, tribunal, banco, banco de, banca, banquillo, el banco

παγκάκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bank, arbeitstisch, richter, werkstuhl, richteramt, Bank, Sitzbank, bench

παγκάκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gradin, établi, banc, banquette, banc de, table, bench

παγκάκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bancale, panchina, banco, panca, banco di, Divanetto

παγκάκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mesa, banco, bastidor, cavalete, bancada, banco de, bench, banco do

παγκάκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rek, schraag, stellage, bok, zitbank, ezel, bank, werkbank, stander, bankje, bench, de bank

παγκάκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лавочка, станок, судья, стеллаж, верстак, лавка, скамеечка, скамья, скамейка, место, ряд, лава, суд, уступ, скамейке, скамейки, скамьи

παγκάκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
benk, benken

παγκάκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domstol, bänk, bänken

παγκάκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alusta, penkki, pulpetti, penkillä, vaihtopenkillä, penkin

παγκάκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bænk, bænken, bænk med, bench, prøvebænk

παγκάκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lavička, ponk, sedátko, lavice, lavičce, bench, lavici

παγκάκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ławka, kanapa, sąd, taras, warsztat, ława, sądownictwo, ławki, bench, ławce

παγκάκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alagútszelvény, bíróság, munkaasztal, bakállvány, nívó, lóca, szénpad, szint, húzópad, pad, padon, padra, próbapadi, asztali

παγκάκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bank, sıra, tezgâh, tezgah, kulübesi, Oynayamadığı zamanlar, bankları

παγκάκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стелаж, верстак, верстат, станок, лава, лавка, скамья, лавочка

παγκάκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bankë, stol, Stoli, Stoli nuk, Pankina, bench

παγκάκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пейка, стенд, резервната скамейка, изпитвателен стенд, Пейки за

παγκάκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаўка, лава

παγκάκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pink, Varumeestepink, katsestendil, pingil, pingi

παγκάκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štand, postolje, stalak, klupa, klupa za, bench, klupa kluba, klupe

παγκάκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bekkur, bekknum, Strákarnir á bekknum

παγκάκι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
scamnum

παγκάκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
staklės, suolas, stendo, stende, suoliukas, bench

παγκάκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sols, stenda, sola, stends, bench

παγκάκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клупа, клупата, маса, на клупата, клупата на

παγκάκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
banc, bancă, banc de, standul, bancul

παγκάκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klop, klopi, sedežna, delovne površine, preskusna naprava

παγκάκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lavice, lavica, lavička

Στατιστικά δημοτικότητας: παγκάκι

Τυχαίες λέξεις