Obskakiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: obskakiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλήθος, ταλανίζουν, βασανίζεται, ταλανίζεται, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bura στα ελληνικά - επίπληξη, επιτιμώ, κατσάδα, την επίπληξη, επίπληξη του, μάλλωμα
- cela στα ελληνικά - κύτταρο, θάλαμος, κελί, κυττάρων, κυττάρου, κυτταρική
- cenzus στα ελληνικά - πρόκριση, απογραφή, απογραφής, απογραφή του, της απογραφής, απογραφής του
- grawimetr στα ελληνικά - βαρυτόμετρου, βαρυτόμετρο, βαρυτόμετρου με, το βαρυτόμετρο, βαρυτόμετρο για
Τυχαίες λέξεις
Obskakiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλήθος, ταλανίζουν, βασανίζεται, ταλανίζεται, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε
Μεταφράσεις: πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, πλήθος, ταλανίζουν, βασανίζεται, ταλανίζεται, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε