Λέξη: ενορία
Σχετικές λέξεις: ενορία
ενορία αγίου ελευθερίου κερκύρας, ενορία που ανήκω, ενορία 40 εκκλησιών, ενορία εν δράσει, ενορία αποστόλου ανδρέα πλατύ, ενορία της υπεραγίας θεοτόκου πράσινου λόφου ηρακλείου αττικής, ενορία αγίου ιωάννη βαπτιστή στο ψυχικό, ενορία 40 εκκλησιών θεσσαλονίκης, ενορία ι.ν.κοιμήσεως της θεοτόκου 40 εκκλησιών θεσσαλονίκης, ενορία τριών ιεραρχών αννοβέρου
Συνώνυμα: ενορία
κοινότης
Μεταφράσεις: ενορία
ενορία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parish, the parish, parish of, the parish of
ενορία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parroquia, parroquial, la parroquia, parroquia de, de la parroquia
ενορία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kirchgemeinde, pfarrbezirk, kirchenkreis, gemeinde, pfarrgemeinde, Gemeinde, Pfarre, Pfarrei, Pfarrkirche, Pfarr
ενορία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paroissial, paroisse, paroissiale, la paroisse, paroisse de
ενορία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parrocchia, parrocchiale, parrocchia di, della parrocchia, pieve
ενορία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
freguesia, paróquia, freguesia de, paroquial, parish
ενορία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kerkbuurt, parochie, Parish, Deelgemeente, parochiekerk, de parochie
ενορία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паперть, приход, прихожанин, волость, приходской, приходская, округ
ενορία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommune, sogn, sogne, prestegjeld, sognet, menighets
ενορία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kommun, pastorat, socken, församling, församlingen, församlings, socknen
ενορία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seurakunta, pitäjä, seurakunnan, kunta, pitäjän, seurakunnassa
ενορία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sogn, Parish, sognet, sognets
ενορία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
farnost, farní, farnosti, farním, fara
ενορία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gmina, parafia, parafialny, parafii, parafialnym, parafię
ενορία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyházközség, plébánia, Parish, plébániai, plébániatemplom
ενορία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cemaat, kilise, Parish, bucak, mahalle
ενορία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парафія, прихожани, парафіяни, прихід, парафію, приход
ενορία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
famulli, famullisë, e famullisë, famullitare, të famullisë
ενορία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
енория, енорийски, енорията, енорийска, енорийския
ενορία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыход, парафія, парафію
ενορία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogudus, vald, kihelkond, vallas, valla, koguduse
ενορία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
parohija, župa, župni, župne, župu, župljani, župna, župnoj
ενορία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreppur, Parish, sókn, sóknarprest, söfnuðurinn, sóknin
ενορία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parapija, parapijos, seniūnija, parapinė, parapijoje
ενορία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pagasts, pag, pagastā, pagasta, draudzes
ενορία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парохија, парохијата, парохискиот, парохиски, PARISH
ενορία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parohie, parohială, paroh, parohia, parohiei
ενορία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
farní, fara, župnija, župnijska, župna, župnijsko, župnijo
ενορία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
farský, farské, Farní, farskej, Farská