Επαύξηση στα αγγλικά
Μετάφραση: επαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intensification, accrual, increment, increase, enhance, enhancement, augmentation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επαύξηση
increment
- αύξηση
- προσαύξηση
- επαύξηση
Σχετικές λέξεις: επαύξηση
αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, επαύξηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- επαφή στα αγγλικά - contact, touch, contacting, contacted, together
- επαχθής στα αγγλικά - onerous, burdensome, cumbersome, costly
- επείγων στα αγγλικά - urgent, pressing, urgency, emergency, an urgent
- επεισόδιο στα αγγλικά - incident, episode, episode of, attack, event
Τυχαίες λέξεις
Επαύξηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: intensification, accrual, increment, increase, enhance, enhancement, augmentation
Μεταφράσεις: intensification, accrual, increment, increase, enhance, enhancement, augmentation