Odżycie στα ελληνικά
Μετάφραση: odżycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, αναγέννηση, ανάκαμψη, αναβίωσης
Μεταφράσεις
- anglofil στα ελληνικά - anglophile, αγγλόφιλος
- debil στα ελληνικά - βλάκας, ηλίθιος, ηλίθιο, idiot, ανόητος
- dekanter στα ελληνικά - καράφα, απόχυσης, αποχύσεως, ντεκάντερ, καραφών
- dydaktyka στα ελληνικά - διδακτική, διδακτικής, τη διδακτική, διδακτική της, της διδακτικής
Τυχαίες λέξεις
Odżycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, αναγέννηση, ανάκαμψη, αναβίωσης
Μεταφράσεις: αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, αναγέννηση, ανάκαμψη, αναβίωσης