Λέξη: κατακλύζομαι

Σχετικές λέξεις: κατακλύζομαι

κατακλύζομαι συνώνυμα, κατακλύζομαι συνώνυμο

Μεταφράσεις: κατακλύζομαι

κατακλύζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bombard, deluge, flooded, overwhelms, are invading, inundate

κατακλύζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombardear, bombarda, diluvio, avalancha, de diluvio, inundación, aluvión

κατακλύζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Flut, Überschwemmung, Sintflut, deluge

κατακλύζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marmiter, bombardent, bombarder, inondation, inonder, déluge, deluge

κατακλύζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bombardare, diluvio, a diluvio, deluge, caterva, diluvio di

κατακλύζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombardeie, dilúvio, deluge, de dilúvio, inundação, avalanche

κατακλύζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bombarderen, bekogelen, beschieten, stortvloed, zondvloed, vloed, deluge, watervloed

κατακλύζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бомбардировать, потоп, поток, наводнение, хоть потоп, дренчерный

κατακλύζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oversvømmelse, deluge, flom, vannflommen, syndfloden

κατακλύζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syndaflod, störtflod, syndafloden, deluge, överflöd

κατακλύζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pommittaa, vedenpaisumus, tulva, vedenpaisumuksen, tulvaan, deluge

κατακλύζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
syndflod, strøm, syndfloden, deluge, oversvømme

κατακλύζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bombardovat, ostřelovat, potopa, záplava, povodeň, záplavě, záplavu

κατακλύζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostrzeliwać, bombardować, zarzucać, potop, zalew, zalewowego, potopu, deluge

κατακλύζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
özönvíz, elárasztó, vízözön, áradat, özöne

κατακλύζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tufan, deluge, yağmurlama, sel, yağmur

κατακλύζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бомбардуйте, потоп, повінь

κατακλύζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbytje, përmbytja, mbyt, vërshimi, rrebesh

κατακλύζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потоп, хидромонитори, наводнение, потопа

κατακλύζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патоп, потоп

κατακλύζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küsimustega, veeuputus, uputus, veeuputust, uputama, deluge

κατακλύζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bombardirati, poplava, potop, poplavom, valom, potopa

κατακλύζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deluge

κατακλύζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvanas, srautas, liūčiai, Pasaulio tvanas, potvynis

κατακλύζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
birums, plūdi, augošo, pārplūdināt, lietus gāze

κατακλύζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потоп, пороен, наплив, проливен Дожд, потопот

κατακλύζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
potop, deluge, inundație, potopului, potopul

κατακλύζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Potop, poplavo, poplavljanja, poplavljanja za

κατακλύζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potopa, potopy
Τυχαίες λέξεις