Λέξη: άκρη

Σχετικές λέξεις: άκρη

άκρη του γκρεμού σου να'μαι, άκρη του ουρανού, άκρη δεν έχει ο ουρανός, άκρη δεν πρόκειται να βγάλεισ, άκρη ελαφόνησος, άκρη συνώνυμα, άκρη ελασσόνας, άκρη ονείρου, άκρη δεν έχει ο ουρανός στίχοι, άκρη τησ πόλησ

Συνώνυμα: άκρη

άκρο, χείλος, κόψη, σημείο, προκείμενο, μύτη, ακμή, μπορντούρα, κράσπεδο

Μεταφράσεις: άκρη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
edge, tip, end, the edge, edge of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
margen, borde, canto, orilla, borde de, el borde, filo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angrenzen, kante, rahmen, schärfe, saum, einfassung, einfassen, schliff, grenze, zacke, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bord, border, encadrer, rive, lame, rebord, orée, meuler, tranchant, arête, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
margine, lembo, bordo, ciglione, orlo, spigolo, sponda, filo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
margem, equador, borda, bordo, beira, extremidade, aresta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boord, waterkant, kust, zoom, kant, rand, band, oever, wal, walkant, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поле, острие, ребро, опушка, кайма, край, обочина, острота, бровка, окаймлять, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kant, edge, kanten, utkanten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egg, kant, rand, kanten, utkanten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piennar, särmä, reuna, ujuttaa, lieve, terä, reunan, reunalla, reunaan, reunasta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rand, bred, kant, kanten, udkanten, tværs
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokraj, hrot, brousit, vroubit, olemovat, obroubit, obšít, ostří, čepel, lem, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kant, obramować, ostrzyć, ostrze, brzeg, toczyć, krawędź, obrzeże, sunąć, obszyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becsípettség, margó, szövetszél, kapatosság, falszegély, él, széle, éle, szélén, szélét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kenar, kenarı, edge, uç, kenarına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полі, дуга, обріз, брівка, вістря, край, поле, Краї
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
buzë, anë, teh, avantazh, edge, buzë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръб, край, ръба, предимство, кант
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
край, бок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
serv, tera, tungivus, äär, serva, servast, serval
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izoštriti, ruba, kraj, brid, oštrica, oivičiti, rub, rubu, od ruba
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jaðar, brún, röð, brúnin, barmur, brúnar
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acies, ora
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraštas, pakraštys, briauna, Edge, krašto, briaunos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mala, malas, malu, malai, malām
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работ, раб, на работ, компании, предност
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
margine, muchie, marginea, avantaj, muchia
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hrana, okraj, kraj, hranit, rob, edge, robom, roba, robu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokraj, hrana, okraj, kraj

Στατιστικά δημοτικότητας: άκρη

Τυχαίες λέξεις