Oddziaływanie στα ελληνικά
Μετάφραση: oddziaływanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδραση, κρούση, επιρροή, δύναμη, εξουσία, κύρος, επενέργεια, ορμή, σύγκρουση, επενεργώ, αποτέλεσμα, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bzyczeć στα ελληνικά - βουίζω, βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
- dotrzymać στα ελληνικά - κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, ...
- dwudzielny στα ελληνικά - διμερής, διμερούς, διμερή, διμερείς, διμερές
- inkunabuł στα ελληνικά - σπάργανα, λίκνο, παλαίτυπα, incunabula, παλαιότυπα
Τυχαίες λέξεις
Oddziaływanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδραση, κρούση, επιρροή, δύναμη, εξουσία, κύρος, επενέργεια, ορμή, σύγκρουση, επενεργώ, αποτέλεσμα, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Μεταφράσεις: επίδραση, κρούση, επιρροή, δύναμη, εξουσία, κύρος, επενέργεια, ορμή, σύγκρουση, επενεργώ, αποτέλεσμα, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις