Επίδραση στα πολωνικά

Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
działanie, zderzenie, wpływ, oddziaływanie, uderzenie, efekt, skutek, efektu
Επίδραση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίδραση

επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας πολωνικά, επίδραση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • επίδεσμος στα πολωνικά - zabandażować, opatrunek, bandażować, ligatura, podwiązanie, bandaż, bandage, ...
  • επίδομα στα πολωνικά - hojność, przyznać, benefis, przydział, nadawać, korzystać, dar, ...
  • επίθεση στα πολωνικά - natarcie, znieważenie, zawał, odrażający, zaczepka, szturmować, napaść, ...
  • επίθετο στα πολωνικά - nazwisko, przymiotnik, przezwisko, adjective, przymiotnika, przymiotnikiem, czynność
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: działanie, zderzenie, wpływ, oddziaływanie, uderzenie, efekt, skutek, efektu