Odeprzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: odeprzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικρούω, απόκρουση, απώθηση, απώθησης, απόκρουσή, απόκρουσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekspatriacja στα ελληνικά - εκπατρισμός, αποδημίας, εκπατρισμού, αποδημίας που
- etniczny στα ελληνικά - εθνικός, εθνοτικής, εθνοτική, εθνοτικών, εθνοτικές, εθνικής
- ewangelista στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
- fuszerowanie στα ελληνικά - bungling
Τυχαίες λέξεις
Odeprzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικρούω, απόκρουση, απώθηση, απώθησης, απόκρουσή, απόκρουσης
Μεταφράσεις: αντικρούω, απόκρουση, απώθηση, απώθησης, απόκρουσή, απόκρουσης