Αντικρούω στα πολωνικά

Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpierać, odeprzeć, zaprzeczyć, obalać, sprostować, obalić, przekonać kogoś, odeprę, confute, zbić argumenty
Αντικρούω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρούω

αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αντικρούω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αντικειμενικός στα πολωνικά - obiektyw, rzeczowy, przedmiotowy, obiektywowy, dopełnieniowy, cel, bezstronny, ...
  • αντικρίζω στα πολωνικά - oblicze, stykanie, buzia, powierzchnia, lico, skonfrontować, konfrontować, ...
  • αντιλέγω στα πολωνικά - zaprzeczyć, przeczyć, zaprzeczać, sprzeciwiać, odmówić, zakwestionować, zwalczać twierdzenie
  • αντιλαλώ στα πολωνικά - odzew, oddźwięk, odbijać, reakcja, powtarzać, wracać, odgłos, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odpierać, odeprzeć, zaprzeczyć, obalać, sprostować, obalić, przekonać kogoś, odeprę, confute, zbić argumenty