Odkrycie στα ελληνικά
Μετάφραση: odkrycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκω, ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, αποκάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezsenność στα ελληνικά - αϋπνία, αϋπνίας, την αϋπνία, της αϋπνίας, η αϋπνία
- bliźni στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- decydent στα ελληνικά - απόφαση, λήψης αποφάσεων, λήψης των αποφάσεων, φορέα λήψης των αποφάσεων, λήψης απόφασης, λήπτης αποφάσεων
- furia στα ελληνικά - οργή, λύσσα, μανία, Fury, μανίας, μένος
Τυχαίες λέξεις
Odkrycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκω, ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, αποκάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Μεταφράσεις: βρίσκω, ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, αποκάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη