Λέξη: μυημένος

Σχετικές λέξεις: μυημένος

μυημένος στα αγγλικα, μυημένος συνωνυμο, μυημένος συνώνυμα

Συνώνυμα: μυημένος

εντριβής, έμπειρος

Μεταφράσεις: μυημένος

μυημένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
privy, initiate, versed, initiated, skilled

μυημένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lavabo, iniciar, incoar, iniciar la, iniciará, iniciar el

μυημένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
toilette, eingeweiht, initiieren, einleiten, einzuleiten, zu initiieren, initiiert

μυημένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
furtif, secret, clandestin, occulte, toilettes, toilette, dérobé, lavabo, waters, particulier, initier, lancer, engager, amorcer, entamer

μυημένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gabinetto, avviare, iniziare, avvio, avviare la, avvia

μυημένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traje, vestimenta, iniciar, dar início, iniciar a, início a, iniciado

μυημένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toilet, kleding, ingewijde, beginnen, inleiden, inleiding van, initiëren

μυημένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тайный, уединенный, туалет, уборная, посвященный, частный, инициировать, начать, инициирования, приступить, инициирует

μυημένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toalett, do, initiere, innlede, starte, sette i gang, iverksette

μυημένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
initiera, inleda, inleda ett, initiativ, initiativ till

μυημένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aloittaa, aloittamisesta, käynnistää, aloittamista, aloittamaan

μυημένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
toilet, indlede, igangsætte, iværksætte, indleder, indlede en

μυημένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záchod, tajný, osobní, skrytý, soukromý, zahájit, zahájení, iniciovat, zahájí, zahájila

μυημένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prywatny, tajemny, tajny, wychodek, klozet, zainicjować, inicjować, rozpocząć, zapoczątkować, wtajemniczony

μυημένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érdektárs, illemhely, magán, kezdeményez, kezdeményezzen, kezdeményezni, kezdeményezi, megindítja

μυημένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlatmak, başlatabilir, başlatın, başlatılması, başlatır

μυημένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таємність, участь, таємниця, тайна, причетність, ініціювати, ініціюватиме, ініціюватимуть, ініціюватимемо

μυημένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filloj, nis, iniciojë, të iniciojë, iniciojnë

μυημένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инициират, иницииране, започване, инициира, започне

μυημένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ініцыяваць, ініцыіраваць

μυημένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algatama, algatada, algatamise, algatab, alustada

μυημένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ličan, usamljen, osobni, skriven, povjerljiv, pokrenuti, inicirati, pokretanje, pokrene, započeti

μυημένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefja, frumkvæði, að hefja, frumkvæði að, hafið

μυημένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išvietė, tualetas, inicijuoti, pradėti, inicijuoja, pradeda, imtis

μυημένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzsākt, ierosināt, sākt, uzsāk, sāk

μυημένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иницира, иницираат, иницирање, да иницира, започне

μυημένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iniția, inițieze, inițiază, initia, inițiere

μυημένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
latrína, sproži, sprožiti, začetek, začeti, začne

μυημένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
účastník, latrína, skrytý, začať, zahájiť, začatí, o začatí, otvoriť
Τυχαίες λέξεις