Λέξη: καινοτομία
Σχετικές λέξεις: καινοτομία
καινοτομία ορισμός, καινοτομία θεσσαλονίκη, καινοτομία συνώνυμα, καινοτομία στην εκπαίδευση ορισμός, καινοτομία στην εκπαίδευση, καινοτομία για τη θεσσαλονίκη μας, καινοτομία ετυμολογία, καινοτομία και αριστεία, καινοτομία για τη θεσσαλονίκη και.θε._ επαμεινώνδας φιλίππου, καινοτομία στην ελλάδα
Συνώνυμα: καινοτομία
νεωτερισμός, νέα εφεύρεση, ανακαίνιση
Μεταφράσεις: καινοτομία
καινοτομία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
innovation, novelty, innovative
καινοτομία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
innovación, la innovación, de innovación, innovaciones, innovación de
καινοτομία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
innovation, erfindung, neuerung, neuheit, Innovation, Innovations, Innovationen, Innovations-, Neuerung
καινοτομία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
invention, innovation, l'innovation, d'innovation, innovations
καινοτομία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innovazione, l'innovazione, dell'innovazione, all'innovazione, di innovazione
καινοτομία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inovação, invenção, a inovação, de inovação, da inovação, inovações
καινοτομία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvinding, vernieuwing, innovatie, van innovatie, de innovatie, innovaties
καινοτομία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нововведение, выдумка, новшество, новаторство, инновация, изобретение, инновации, инноваций, инновационной
καινοτομία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innovasjon, nyskaping, nyskapning, innovasjons, Innovation
καινοτομία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
innovation, innovationer, innovationen, innovations, nyskapande
καινοτομία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innovaatio, uudistus, keksintö, keksiminen, uusi keksintö tai tapa, uutuus, uudistaminen, innovoinnin, innovointia, innovaatioiden, innovaatioita
καινοτομία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
innovation, innovationen, nyskabelse, fornyelse
καινοτομία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
novota, novinka, inovace, inovací, inovační, inovaci, inovacím
καινοτομία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usprawnienie, innowacyjność, nowinka, wynalazczość, innowacja, innowacji, innowacje, innowacyjności
καινοτομία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újítás, innováció, innovációs, az innováció, innovációt, az innovációt
καινοτομία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
icat, yenilik, inovasyon, yenilikçilik, yeniliği, yenilikçi
καινοτομία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безіменний, інновація, інновації
καινοτομία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
risi, inovacionit, risi e, risi të, inovacion
καινοτομία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобретение, нововъведение, иновациите, иновации, на иновациите, иновация
καινοτομία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інавацыя, інавацыю
καινοτομία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuendus, innovatsioon, innovatsiooni, uuendustegevuse, uuenduste, innovatsioonile
καινοτομία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inovacija, inovativnost, inovacije, izum, inovacijama, inovaciju
καινοτομία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýsköpun, nýjung, nýsköpunar, nýbreytni, nýjungar
καινοτομία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išradimas, naujovė, inovacijų, naujovių, inovacijos, naujovės
καινοτομία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdomājums, izgudrojums, inovācija, inovācijas, jaunievedums, jauninājumi, inovāciju
καινοτομία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иновации, иновациите, иновација, иновацијата, иновативност
καινοτομία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invenţie, inovație, inovare, inovării, inovarea, de inovare
καινοτομία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inovacije, inovativnost, inovacij, inovacija, inovativnosti
καινοτομία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inovácie, inovácia, inováciu, inovácií
Στατιστικά δημοτικότητας: καινοτομία
Τυχαίες λέξεις