Odnotowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: odnotowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίσκος, ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, η εγγραφή
Odnotowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adsorbować στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
  • ciapa στα ελληνικά - Ciapa
  • drzewiasty στα ελληνικά - δασώδης, ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλωδών, ξυλώδες, ξυλώδους
  • ichtiozaur στα ελληνικά - ιχθυόσαυρος
Τυχαίες λέξεις
Odnotowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίσκος, ηχογραφώ, καταγράφω, ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, η εγγραφή