Λέξη: μακέτα

Σχετικές λέξεις: μακέτα

μακέτα επαγγελματικής κάρτας, μακέτα ελληνικού, μακέτα ελληνικό, μακέτα σπιτιού, μακέτα τρένου, μακέτα γηπέδου αεκ, μακέτα βιομηχανίας, μακέτα αγγλικά, μακέτα εργοστασίου, μακέτα in english

Μεταφράσεις: μακέτα

μακέτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
model, maquette, mock, scale model

μακέτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejemplar, modelo, molde, maqueta, modelar, modelo de, el modelo, del modelo, modelos

μακέτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experimentell, modellieren, modell, model, mannequin, modellfall, leitbild, posieren, muster, vorbild, formen, Modell

μακέτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gabarit, modèlent, façonner, exemplaire, modélisation, modelez, modelons, type, modeler, modèle, mannequin, paradigme, spécimen, standard, schéma, pétrir, modèle de, le modèle, modèles, maquette

μακέτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
modellare, modellino, indossatrice, modello, campione, plasmare, modella, modello di, il modello, modelli

μακέτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modelação, moldar, plasmar, modelar, modelos, moda, modo, modalidade, modelo, modelo de, do modelo

μακέτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
modellering, modelleren, model, mal, boetseren, toonbeeld, voorbeeld, maquette, mannequin, model van, het model, type

μακέτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
манекенщик, макет, эскиз, образец, образчик, шаблон, эталон, манекенщица, пример, натура, манекен, натурщик, модель, моделирование, модели, моделью

μακέτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mønster, modellere, modell, modellen

μακέτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föredöme, utforma, mönster, modell, mannekäng, modellen

μακέτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esikuva, mallikas, kokeellinen, kaava, mallinukke, mallintaminen, suunnittelu, kuosi, perikuva, näyte, muotoilu, muovailla, malli, mallin, mallin mukaan, mallia, mallista

μακέτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
model, modellen

μακέτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzor, modelovat, modelka, model, vytvořit, zformovat, tvarovat, vzorný, modelu, obrázky, modelem

μακέτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
modelka, wzór, makieta, model, modelu, modelem

μακέτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
modell, modellt, modell szerint, modellje, modellben

μακέτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örnek, model, modeli, modelinin, modelin

μακέτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метод, краєвид, засіб, фасон, мода, спосіб, звичай, модель, улюблену модель

μακέτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
model, modeli, model i, modeli i, modelin

μακέτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
модел, модела, образец, модел на

μακέτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мадэль, выкананне

μακέτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
modell, mudel, mudeli, mudeli järgi, mudelit, näidisele

μακέτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzorima, model, uzoran, modela, modelu, modelom, je model

μακέτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbragð, líkan, fyrirmynd, líkanið, gerð, módel

μακέτα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
forma, exemplar, exemplum

μακέτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
modelis, modelio, modelį, pavyzdys, Model

μακέτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šablons, modelis, modeļa, modeli, paraugs

μακέτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модел, моделот, модел на, модели

μακέτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
model, modelul, model de, modelului, modelul de

μακέτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzor, model, modela, vzorec, modelu

μακέτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
modelka, vzor, model, manekýnka, modelu

Στατιστικά δημοτικότητας: μακέτα

Τυχαίες λέξεις