Λέξη: ψηλός

Σχετικές λέξεις: ψηλός

ψηλός λιγνός και ψεύταρος (1985), ψηλός απο το χολαργό, ψηλός όμορφος βουτυράτος...με μια αψηλή τσιριμπίμ τσιριμπόμ, ψηλός λιγνός και ψεύταρος, ψηλός ονειροκρίτης, ψηλός όμορφος βουτυράτος, ψηλός αιματοκριτης, ψηλός πάτρα, ψηλός ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει, ψηλόσ στάλοσ

Συνώνυμα: ψηλός

υψηλός

Μεταφράσεις: ψηλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lofty, tall, high, taller
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sumo, alto, sublime, encumbrado, gran, grande, altura, alta, de altura, de alto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhaben, höchststand, hohe, hoch, lang, groß, mittelschule, pathetisch, hochgradig, hochtrabend, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éminent, sublime, élevé, fort, vigoureux, intense, costaud, superbe, hautain, cardinal, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grande, elevato, intenso, eminente, alto, di altezza, alta, altezza, alti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alto, alojar, recatar, elevado, albergar, replicar, eminente, altura, de altura, alta, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verheven, edel, hoog, lang, groot, hoge, lange
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надменный, возвышенный, первосвященник, максимум, чрезмерный, перепалка, высоко, скула, подпорченный, веселый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høy, stor, tall, høye, størrelse, størrelse for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hög, tall, lång, höga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylevä, pillerihumalassa, ylväs, uskomaton, jylhä, idealistinen, arvokas, jalo, korkea, pitkä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
høj, tall, høje, højt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vznešený, vysoko, pyšný, vyvýšený, hrdý, veliký, seznam, důležitý, povýšený, vážný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strzelisty, wyniosły, silny, wielki, mocno, szczytny, wybitny, wysoko, rosły, główny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fennhéjázó, csúcsteljesítmény, szagos, magas, fennkölt, a magas, cm magas
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüksek, uzun boylu, uzun, boyunda, tall
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
головний, надмірний, сильно, великої, високий, горища, великій, високо, найвищий, вищий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartë, gjatë, i gjatë, e gjatë, gjate, të gjatë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гимназия, висок, Високият, височина, талово, висока
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, вялiкi, высокі, нізкі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrgele, pikk, kõrgelennuline, ülev, kõrge, tall, kõrged, tallõli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
visok, uzvišen, visine, visinu, visoki, jakom, stasit, visoka, visoko, visokog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hár, hæð, á hæð, mikill, hávaxin
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
profundus, altus, celsus, sublimis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukštas, aukščio, aukštis, ūgio, talo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augsts, garš, gara auguma, taleļļa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
високи, висок, висока, високо, високите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înalt, nalt, inaltime, inalt, înălțime, tal
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
visok, visoka, visoke, visoki, tal
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vysoký, vysoko, vznešený, vysoké, povýšený, výška, výšina, vysoká, vysokú, veľký
Τυχαίες λέξεις