Odparzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: odparzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκάλα, ζεματίζω, φούσκα
Μεταφράσεις
- chłodzić στα ελληνικά - παγερός, ρίγος, καταψύχω, δροσερός, σβήνω, ανατριχίλα, δροσερό, ...
- eksperymentalny στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
- hałaśliwie στα ελληνικά - θορυβωδώς
- idiomatycznie στα ελληνικά - ιδιωματικά, ιδιωματικώς
Τυχαίες λέξεις
Odparzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκάλα, ζεματίζω, φούσκα
Μεταφράσεις: φουσκάλα, ζεματίζω, φούσκα