Λέξη: στουπί

Σχετικές λέξεις: στουπί

στουπί στο μεθύσι

Συνώνυμα: στουπί

ρυμούλκηση, ρυμούλκια, στουπείο, τίλμα, χορτάρι, ξαντό, στυππείο, βάτα, παραγέμισμα, βάτα ενδυμάτων, στούπωμα

Μεταφράσεις: στουπί

στουπί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tow, wad, lint, oakum, wadding

στουπί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remolcar, arrastrar, fajo, remolque, de remolque, estopa, estopas, el remolque

στουπί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bausch, wattieren, ziehen, werg, menge, schleppen, Werg, abschleppen, Schlepptau, Abschlepp

στουπί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trousseau, haler, traîner, remorquez, bourrer, boucher, liasse, remorquons, faisceau, ouate, bouquet, tampon, transbahuter, remorquent, tamponner, botte, remorquage, remorquer, remorque, étoupe, attelage

στουπί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimorchiare, trainare, trascinare, rimorchio, stoppa, traino, di traino

στουπί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turista, rebocar, reboque, estopa, de reboque, tow, tiracolo

στουπί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overvloed, trekken, slepen, sleeptouw, sleep, tow

στουπί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бечева, буксировка, кудель, пыж, тампон, опекать, затыкать, комок, очес, пакля, буксир, буксировать, множество, тащить, прицепное, жгут, стекла прицепное

στουπί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taue, slepe, slep, stry, tow, slepet

στουπί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bogsera, blånor, fiberkabel, drag, släptåg

στουπί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nippu, hinata, rutistaa, tukku, pallo, tiivistää, laahata, mälli, kallistusanturilla, takalasinpyyhin, vetokoukku, tow

στουπί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blår, tow, slæb, trække, slæbe

στουπί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otýpka, vycpat, svazek, ucpat, vléci, vata, chomáč, koudel, vlek, tažné, vlek v, nachází se

στουπί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
watolina, zatykać, przybitka, pakuły, wypychać, wata, hol, podkład, holować, pęk, holownik, przyholować, nabijać, holowniczy, holowanie, tow

στουπί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vontatmány, kóc, szösz, rongycsomó, uszály, cementkarika, vattacsomó, cementabroncs, kóccsomó, lenkóc, szalmacsutak, vontatókötél, fonókábel, vontatására, kenderkóc

στουπί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmek, kıtık, çekme, yedekte, tow, çeki

στουπί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбуксирувати, буксирувати, тягти, буксирування, буксировка

στουπί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheqje, rimorkim, rimorkiator, kavo rimorkimi, makinë e rimorkuar

στουπί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теглене, влачене, кълчища, тегли, дреб

στουπί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буксіроўка, буксіроўку, буксіроўкі

στουπί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pukser, takk, vedama, takud, vedada, evakuaatorid, tagaklaasi soojendus, evakuaator

στουπί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začepiti, vučni, kudjelja, tegliti, vući, vuča, čep, kučina, vuču

στουπί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
draga, tog, hampruddi

στουπί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakulos, tempimo, gniūžtės, vilkimo

στουπί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakulas, sakabes, piekabes, atsukas, grīstes

στουπί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шлеп, забавува, за влечење, влечење, повлечи

στουπί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remorca, remorcare, câlți, de remorcare, tractare, de tractare

στουπί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vléci, vlek, tampon, avtovleka, predivo, tow, prameni, vlečna

στουπί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlek, zátka, kúdeľ
Τυχαίες λέξεις