Odsłuchiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: odsłuchiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alimentacja στα ελληνικά - σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
- anagram στα ελληνικά - ανάγραμμα, αναγραμματισμένη, αναγραμματισμός, αναγραμματισμό
- bioklimatologia στα ελληνικά - Βιοκλιματολογία
- dyskretyzator στα ελληνικά - ψηφιοποίησης, digitizer, ψηφιοποιητής, ψηφιακοποιητή, Συσκευή ψηφιοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Odsłuchiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε