Λέξη: γονίδιο

Σχετικές λέξεις: γονίδιο

γονίδιο brca1, γονίδιο p53, γονίδιο αλμπίνου, γονίδιο αλμπίνο, γονίδιο του θεού, γονίδιο ε, γονίδιο στα αγγλικά, γονίδιο lrrtm1, γονίδιο αδυνατίσματος, γονίδιο brca

Συνώνυμα: γονίδιο

γένος, παράγοντας κληρονομικότητας

Μεταφράσεις: γονίδιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gene, gene is, gene was, gene of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gen, gene, genes, gen de, génica
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gen, erbfaktor, Gen, Gens
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gène, gènes, génique, gène de, génétique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gene, genica, del gene, geni, genetica
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gene, genes, gene de, do gene, gene da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gen, gen dat, genen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ген, гена, генов, геном
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
genet, gen, gene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gen, genen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
geeni, geenin, geeniä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gen, genet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
gen, genu, genové, genová, genem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gen, genu, genów, genowej, genem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gén, gént, génnel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gen, geni, geninin, genin, bir gen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ген
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjeni, gjen, gjeneve, gjenit, gjen i, e gjeneve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ген, генна, гена, генен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ген, генеральны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geen, geeni, geenis, geeniga, geenide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gen, gena, genski, genske, genska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gen, genið, geni, gena, geninu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
genas, genų, geno, geną
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gēns, gēnu, gēna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ген, генот, генски, генската, генска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
genă, gena, genei, gene, genelor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gen, gena, gene, genov, genska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gén, gen, generál, generálmajor, génu

Στατιστικά δημοτικότητας: γονίδιο

Τυχαίες λέξεις