Odszukać στα ελληνικά
Μετάφραση: odszukać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, εύρημα, ίχνος, αναζήτηση, βρίσκω, υπόλειμμα, ανεύρεση, ανακαλύπτω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekadencki στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
- ekskluzywność στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- grzechotać στα ελληνικά - κροταλίζω, κουδουνίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, ...
- improwizator στα ελληνικά - improvisator
Τυχαίες λέξεις
Odszukać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, εύρημα, ίχνος, αναζήτηση, βρίσκω, υπόλειμμα, ανεύρεση, ανακαλύπτω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, εύρημα, ίχνος, αναζήτηση, βρίσκω, υπόλειμμα, ανεύρεση, ανακαλύπτω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν