Ogólny στα ελληνικά

Μετάφραση: ogólny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρακτηριστικός, συσσωμάτωμα, συνηθισμένος, γενικός, ευρύς, στρατηγός, φαρδύς, κοινός, ποδιά, συνολικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Ogólny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
  • aktualnie στα ελληνικά - τώρα, σήμερα, τη στιγμή, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
  • chamstwo στα ελληνικά - όχλος, όχλου, όχλο, σκυλολόι, συρφετό
  • dielektryczny στα ελληνικά - διηλεκτρικός, διηλεκτρικό, διηλεκτρική, διηλεκτρικού, διηλεκτρικής
Τυχαίες λέξεις
Ogólny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρακτηριστικός, συσσωμάτωμα, συνηθισμένος, γενικός, ευρύς, στρατηγός, φαρδύς, κοινός, ποδιά, συνολικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές