Λέξη: αλλοτριώνω
Σχετικές λέξεις: αλλοτριώνω
αλλοτριώνω συνωνυμο, αλλοτριώνω συνώνυμο, αλλοτριώνω σημασια
Μεταφράσεις: αλλοτριώνω
αλλοτριώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expropriate, estrange, alienate, alienates, alienated, alienating, becomes alienated
αλλοτριώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expropiar, aliena, enajena, aliena a, enajene
αλλοτριώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entfremden, entfremdet, verfremdet, alienates, entäußert, befremdet
αλλοτριώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éloigner, séparer, exproprier, aliéner, déposséder, aliène, alienates
αλλοτριώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alienare, aliena, alieni
αλλοτριώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alienar, aliena, alheia
αλλοτριώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervreemdt, vervreemd
αλλοτριώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдалять, отвращать, лишать, заставлять, раззнакомить, экспроприировать, отчуждать, отстранять, отчудить, отчуждает, отталкивает, отдаляет, отчуждению, отчуждение
αλλοτριώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremmedgjør, alienates, fremmedgjørende
αλλοτριώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fjärmar, alienerar, stöter bort, avyttrar, avskärmar
αλλοτριώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vieroittaa, vieraannuttaa, luopuu, loitontaa, etäännyttää
αλλοτριώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremmedgør, afhænder, skaber afstand, skaber afstand mellem, fremmedgørelse
αλλοτριώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odcizit, odloučit, vyvlastnit, zcizit, odvrátit, odcizuje, odcizují, odcizí, odrazuje, zcizí
αλλοτριώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
razić, zbyć, wywłaszczać, separować, przenieść, odstręczyć, wyobcować, zająć, przenosić, alienować, zrazić, zawłaszczać, zrażać, alienuje, oddala, zraża, alienates
αλλοτριώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elidegeníti,, elidegeníti
αλλοτριώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yabancılaştıran
αλλοτριώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчужувати, позбавляти, відчужити, експропріюйте, відчужіть, відвертати, відчужує
αλλοτριώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tjetërson
αλλοτριώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отчужди
αλλοτριώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчужаць, адчужае
αλλοτριώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sundvõõrandama, eksproprieerima, võõrutama, võõrduma, võõrandab
αλλοτριώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksproprirati, odstraniti, udaljiti, otuđiti, otuđuje, udaljava, otuđi, alienates
αλλοτριώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sel, alienates
αλλοτριώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atitolina, perleidžia, atstumia, sumenkina
αλλοτριώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsvešina, atsavina, atgrūž, attālina, ir šķērslis
αλλοτριώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отуѓува, се оддалечува, оддалечува, се отуѓува, ги одбива
αλλοτριώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înstrăinează
αλλοτριώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odtujuje, odtuji, odtujilo, oddaljuje, zaradi katerega
αλλοτριώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odcudzuje, ju odcudzuje
Τυχαίες λέξεις