Okazyjny στα ελληνικά

Μετάφραση: okazyjny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία
Okazyjny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akolita στα ελληνικά - ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
  • czapkować στα ελληνικά - κόμπος, φιόγκος, τόξο, κυλιόμαι, κυλίω, υποτάσσομαι, truckle
  • czwartek στα ελληνικά - Πέμπτη, Πέμπτης, της Πέμπτης, την Πέμπτη
  • dławiec στα ελληνικά - καπούλια, λαρυγγίτιδα, ψευδομεμβρανώδης λαρυγγίτιδα, καπούλι ζώου, καπουλιού
Τυχαίες λέξεις
Okazyjny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία