Opracowywać στα ελληνικά
Μετάφραση: opracowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτομερής, αναπτύσσω, εγχειρίζω, αναπτύσσομαι, περίτεχνος, επινοώ, συλλέγω, λειτουργώ, μεταγλωττίζω, προσεγμένος, συντάσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anonimowy στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- antychryst στα ελληνικά - αντίχριστος, Αντίχριστο, Αντίχριστου, Αντιχρίστου, antichrist
- czuć στα ελληνικά - πρόστιμο, νιώθω, αισθάνομαι, ψιλή, βρίσκομαι, μυρωδιά, μυρίζω, ...
- danie στα ελληνικά - πιάτο, πλεύση, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
Τυχαίες λέξεις
Opracowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτομερής, αναπτύσσω, εγχειρίζω, αναπτύσσομαι, περίτεχνος, επινοώ, συλλέγω, λειτουργώ, μεταγλωττίζω, προσεγμένος, συντάσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Μεταφράσεις: λεπτομερής, αναπτύσσω, εγχειρίζω, αναπτύσσομαι, περίτεχνος, επινοώ, συλλέγω, λειτουργώ, μεταγλωττίζω, προσεγμένος, συντάσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν