Λέξη: δέμα

Σχετικές λέξεις: δέμα

δέμα από αγγλία, δέμα με αντικαταβολή, δέμα από αμερική, δέμα από γερμανία, δέμα για εξωτερικό, δέμα στο εξωτερικό, δέμα διαθέσιμο για εκτελωνισμό, δέμα ονειροκρίτης, δέμα για αμερική, δέμα ελτα

Συνώνυμα: δέμα

πακέτο, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη, τεμάχιο, συσκευασία, πακετάρισμα

Μεταφράσεις: δέμα

δέμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parcel, packet, package, bundle, pack, bale

δέμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lío, paquete, bulto, embalaje, cajetilla, paquete de, envase, el paquete, paquetes

δέμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
packchen, packung, paket, datenpaket, päckchen, bündel, Paket, Verpackung

δέμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parcelle, emballage, lot, paquet, lotir, répartir, enveloppe, distribuer, départir, diviser, envoi, partager, empaquetage, séparer, pochette, botte, package, ensemble, forfait

δέμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imballaggio, confezione, impaccare, fascio, pacchetto, involto, impacchettare, parcella, pacco, pacchetto di, package, del pacchetto

δέμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacote, parafrasear, pacote de, embalagem, pacotes, do pacote

δέμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bundel, verpakking, pakje, pak, pakket, pakketje, arrangement

δέμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
куш, пакет, посылка, группа, парцель, свёрток, доля, пакетбот, тюк, масса, связка, снаряд, пачка, узел, сверток, пучок, пакета, упаковка, комплект, пакете

δέμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pakke, pakken

δέμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paket, packe, parti, paketet, förpackningen

δέμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakkaus, nippu, paketti, rasia, puntti, tukku, kolli, pinkka, käärö, kimppu, ahtaa, erä, paketin, pakkauksen, pakkauksessa

δέμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pakke, pakken, emballagen, emballage

δέμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozparcelovat, obal, rozdělit, balík, balíček, parcela, balení, balíčku

δέμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opakowanie, wysłanie, karton, paczuszka, parcela, przesyłka, paczka, pakunek, posyłka, pakiet, partia, pakietu, pakietów

δέμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
postacsomag, telekrész, kiscsomag, csomag, csomagot, csomagban, csomagolás, csomagolásban

δέμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paket, paketi, ambalaj, paketinin

δέμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язування, куш, дільниця, в'язка, снаряд, дільницю, пакет, ділянка, відділок, пакету

δέμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pako, paketë, Paketa, Paketa e, paketë të

δέμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пакет, опаковка, пакетите, на пакетите, пакета

δέμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакет

δέμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pakk, maatükk, saadetis, rahapakk, pakisaadetis, pakend, paketi, pakett, paketti

δέμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svežanj, kutija, zemljište, paketi, odjeljak, zamotuljak, paket, čestica, paketa, pakiranje, paketu

δέμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
böggull, pakki, pakka, pakkann, pakkinn, pakkanum

δέμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siuntinys, paketas, paketą, paketo, pakuotės, pakuotė

δέμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paka, sūtījums, pakete, paketi, pakotne, paketes

δέμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снопот, пакет, пакување, пакетот, пакети, пакет за

δέμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colet, pachet, pachet de, pachetul, pachetului, ambalaj

δέμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paket, sveženj, paket za, paketa

δέμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balíček, balík, balíka, súbor
Τυχαίες λέξεις