Λέξη: ωριαίος

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης

Μεταφράσεις: ωριαίος

ωριαίος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hourly, an hourly, hourly rate, hourly rate of, as an hourly

ωριαίος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horario, cada hora, hora, por hora, horaria

ωριαίος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stündlich, Stunden, stündliche, stündlichen, pro Stunde

ωριαίος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
horaire, heure, horaires, toutes les heures, l'heure

ωριαίος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orario, ogni ora, oraria, ora, Orarie

ωριαίος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hora, de hora em hora, por hora, a cada hora, horário, horária

ωριαίος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ieder uur, om het uur, per uur, elk uur, per uur Er

ωριαίος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постоянно, постоянный, ежечасно, частый, почасовой, часовой, ежечасный, почасовая, и почасовая, час

ωριαίος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
time, hourly, hver time, timebasert, time for

ωριαίος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
timme, varje timme, hourly, per timme, Prognos timme för timme

ωριαίος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunti-, Vuorokausiennuste, Tunnittainen, joka tiimale, tunneittain

ωριαίος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hver time, time, timeløn, time-, timebasis

ωριαίος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodinový, každou hodinu, hodinová, hodinové, Předpověď hodinově

ωριαίος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cogodzinny, godzinowy, ciągły, co godzinę, godzinowa, godzinowe

ωριαίος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
óránkénti, óránként, és óránkénti, órás, órai

ωριαίος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saatlik, saat, saatte, saat başı, saatte bir

ωριαίος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
погодинній, погодинною, щогодини, щогодинно, повсякчас

ωριαίος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çdo orë, për orë, dendur, i dendur, orë për orë

ωριαίος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всеки час, почасово, почасова, на час, почасовата

ωριαίος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штогадзіны, кожную гадзіну, штогадзінна, кожную, штогадзіну

ωριαίος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igatunnine, iga tund, tunnine, tunni, tunnis, tunnitasu

ωριαίος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
satnim, na sat, satu, po satu, svaki sat, svakog sata

ωριαίος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klukkustundar fresti, klukkutíma fresti, á klukkutíma fresti, á klukkustundar fresti, mínútna

ωριαίος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valandinis, valandą, kas valandą, valandinį, valandinio

ωριαίος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ik stundu, stundas, stundu, stundā, hourly

ωριαίος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
час, на час, секој час, часови, часовни

ωριαίος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oră, orar, pe oră, orară, orare

ωριαίος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
urno, urna, na uro, urne, urna postavka

ωριαίος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
často, hodinové, každú hodinu
Τυχαίες λέξεις