Oszczędzać στα ελληνικά

Μετάφραση: oszczędzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποταμιεύω, τσιγκουνεύομαι, αποκρούω, χαρίζω, εκτός, περισσευούμενος, περισσεύω, διασώζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Oszczędzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brudno στα ελληνικά - dirtily
  • bruk στα ελληνικά - πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, οδοστρώματος, οδόστρωμα, πεζοδρομίου, πεζοδρόμια
  • doręczenie στα ελληνικά - παράδοση, σέρβις, ρουσφέτι, υπηρεσία, παραλαβή, εξυπηρέτηση, διανομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Oszczędzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποταμιεύω, τσιγκουνεύομαι, αποκρούω, χαρίζω, εκτός, περισσευούμενος, περισσεύω, διασώζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε