Λέξη: συμβολή

Σχετικές λέξεις: συμβολή

συμβολή στην εκπαίδευση των παιδιών τησ αφρικήσ, συμβολή κυμάτων, συμβολή του εκπαιδευτικού και του γονιού στη διαδικασία διάγνωσης-αξιολόγησης παιδιού με δυσλεξία, συμβολή κυμάτων γ λυκειου, συμβολή ποταμών, συμβολή κυμάτων ασκησεις, συμβολή ευεργεσίας στην ανάταξη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, συμβολή στην ερμηνεία του εκκλησιαστικού μέλους, συμβολή φωτός, συμβολή συνώνυμο

Συνώνυμα: συμβολή

διασταύρωση, σύνδεση, ένωση, κόμβος, σημείο συναντήσεως, περίσταση, περιστάσεις, συνθήκες, κρίσιμη στιγμή, συρροή ποταμών, παραπόταμος, συνεργασία, συνεργία, συνεισφορά, εισφορά, άρθρο

Μεταφράσεις: συμβολή

συμβολή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contribution, junction, confluence, contribute, contribution to

συμβολή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donativo, aportación, contribución, aporte, la contribución, contribución de

συμβολή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags

συμβολή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
placement, concours, article, collaboration, donation, coparticipation, apport, contribution, don, la contribution, contributions, cotisation

συμβολή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contributo, contributi, partecipazione, apporto, il contributo

συμβολή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
donativo, contribuição, contributo, participação, a contribuição, contribuições

συμβολή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijdrage, donatie, schenking, gift, bijdrage toe, bijdrage van, bijdragen

συμβολή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дань, вклад, взнос, сотрудничество, статья, содействие, пожертвование, контрибуция, налог, лепта, вкладом, вклада, вклад в

συμβολή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bidrag, bidraget, bidra, innsats

συμβολή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
insats, bidrag, bidraget, bidra, stöd, bidrar

συμβολή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avustus, panos, lahja, lahjoitus, osuus, Osallistuminen, rahoitusosuus, rahoitusosuuden

συμβολή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidrag, bidraget, tilskud, bidrage

συμβολή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přispívání, příspěvek, vklad, přínos, přispění, článek, spoluúčast, příspěvku, příspěvkem, podíl

συμβολή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyczynek, datek, współpraca, artykuł, wkład, składka, kontrybucja, współudział, udział, wpis, wkładu, wpisów

συμβολή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sarc, hozzájárulás, hozzájárulást, hozzájárulása, hozzájárulását, hozzájárulásának

συμβολή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağış, katkı, katkısı, katılım, katkı Payı, katkıları

συμβολή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
податок, співпрацю, пожертвування, пожертва, внесок, вклад

συμβολή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontribut, kontributi, kontributi i, kontribut i, kontributin e

συμβολή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дар, дарение, подаряване, принос, участие, вноска, приноса, вноски

συμβολή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўклад, уклад, ўнёсак, унёсак, фундуш

συμβολή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
panus, kaastöö, kontributsioon, panuse, toetuse, toetus, panust

συμβολή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doprinos, sudjelovanje, pridonošenje, prilog, doprinosa, je doprinos, doprinosi

συμβολή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framlag, framlagi, iðgjald, mörkum, framlags

συμβολή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dovana, auka, įnašas, įmoka, indėlis, įnašą, indėlį

συμβολή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raksts, ziedojums, ieguldījums, ieguldījumu, iemaksas, iemaksa, iemaksu

συμβολή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придонес, придонесот, придонеси, придонесот на, учество

συμβολή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
donaţie, contribuţie, contribuție, contribuția, contribuției, contributie, aport

συμβολή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prinos, prispevek, prispevka, prispevki

συμβολή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vklad, príspevok, príspevku, príspevkov, príspevky, prínos

Στατιστικά δημοτικότητας: συμβολή

Τυχαίες λέξεις