Pierzchać στα ελληνικά
Μετάφραση: pierzchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαφανίζομαι, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dysproz στα ελληνικά - δυσπρόσιο, δυσπροσίου, το δυσπρόσιο, του δυσπροσίου
- galenit στα ελληνικά - γαληνίτης, galena, γαληνίτη, Η Γκαλένα, του γαληνίτη
- gołębnik στα ελληνικά - Περιστερώνας, περιστερώνα, περιστεριώνα, dovecote, τον περιστεριώνα
- gwiaździsty στα ελληνικά - έναστρος, έναστρο, έναστρου, έναστρη, τον έναστρο
Τυχαίες λέξεις
Pierzchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαφανίζομαι, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν
Μεταφράσεις: εξαφανίζομαι, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν