Λέξη: διασχίζω

Σχετικές λέξεις: διασχίζω

διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω αντιθετα, διασχίζω προστακτική, διασχίζω λεξικό, διασχίζω ουσιαστικό, διασχίζω το δρόμο

Συνώνυμα: διασχίζω

διασταυρώνω, σταυρώνω, εμποδίζω, περνώ, περνώ απέναντι, αντικρούω, διαβαίνω, διασταυρώ

Μεταφράσεις: διασχίζω

διασχίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cross, traverse, I cross

διασχίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruzar, cruz, atravesar, cruce, pasar

διασχίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grämlich, kreuzen, flanke, schief, kreuzung, verdrießlich, flankenball, kreuz, quer, zuwider, durchkreuzen, überqueren, durchqueren, Kreuz, überschreiten

διασχίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hybridation, maussade, dépasser, croiser, franchir, cruciale, mal, transgresser, mauvais, oblique, métisser, traversez, entrecroiser, croisement, déjouer, traverser, passer

διασχίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attraversare, incrociare, trasversale, croce, accavallare, passare, varcare

διασχίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cruzar, cruz, atravessar, cruzam, atravesse

διασχίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruising, kruis, kruisen, oversteken, doorkruisen, steken

διασχίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помесь, страдание, крест, скрещивать, скрещиваться, пересечь, скреститься, перечеркнуть, перекрестить, пересекать, христианство, скрещивание, крестный, перекрестный, переезжать, перейти, пересекают, пересекаются

διασχίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krysse, kors, kryss, krysser, tvers, å krysse

διασχίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kors, hybrid, kryss, korsa, övergå, passera, korsar, passerar

διασχίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiukkuinen, pilata, äksy, risteyttäminen, sivuta, hybridisointi, ylittää, rajat, ylittävät, ylittämään, cross

διασχίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse

διασχίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křížit, rozzlobený, potkat, přejet, zmařit, přeskočit, přestoupit, křižovatka, křižování, zkřížit, překročit, přejít, překřížení, šikmý, křížek, příčný, kříž, překračovat, cross

διασχίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeżegnać, zły, krzyżak, skośny, przechodzić, poprzeczny, zakreślać, przekrojowy, krzyżowy, przełaj, przenikać, krzyżować, przekraczać, krzyż, krzyżówka, przerabianie, przejść, przejechać

διασχίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összepaktálás, keresztezés, kereszténység, diagonális, kereszt, feszület, keresztirányú, bosszúság, keresztrúgást, a keresztrúgást, át, határokon

διασχίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarmıh, haç, çaprazlamak, çapraz, geçmeye, geçmek, arası, cross

διασχίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрест, перетнути, переходити, християнство, перетинати, перетинатимуть, пересікати, перетинатиме

διασχίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryq, kaloj, kalojnë, kaluar, të kaluar

διασχίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат

διασχίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перасякаць

διασχίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristama, rist, ristsööt, ületada, ületavad, läbida, risti

διασχίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poprečnih, prekrižiti, ukrštanje, ljutit, križ, preći, prijeći, prelaze, prelaziti

διασχίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kross, skerast, argur, yfir, fara yfir, að fara yfir

διασχίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crux

διασχίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs

διασχίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustiņš, krustojums, šķērsot, šķērso, pāri, šķērsos, jāšķērso

διασχίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крстот, премине, ја премине, преминат, поминат

διασχίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cruce, hibrid, traversa, trece, traverseze, treacă

διασχίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
križ, prečkamo, prečkati, prečka, prečkajo, navzkrižno

διασχίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekročiť, kríž, cross
Τυχαίες λέξεις