Pochodzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: pochodzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραμπουλίζω, προέλευση, γέννηση, οικογένεια, γέννα, ζόρι, πατρότητα, εξαγωγή, τεντώνω, καταγωγή, ράτσα, διηθώ, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- burzyć στα ελληνικά - ξεχύνομαι, αναμαλλιάζω, ισοπεδώνω, κύμα, τρικυμία, καταστρέφω, κατεδαφίζω, ...
- cera στα ελληνικά - δέρμα, γδέρνω, χροιά, προβιά, επιδερμίδα, την επιδερμίδα, επιδερμίδας, ...
- dyscyplinarny στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- igła στα ελληνικά - γόμφος, καρφίτσα, βελόνα, στύλος, βελόνας, βελόνης, βελόνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Pochodzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, προέλευση, γέννηση, οικογένεια, γέννα, ζόρι, πατρότητα, εξαγωγή, τεντώνω, καταγωγή, ράτσα, διηθώ, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, προέλευση, γέννηση, οικογένεια, γέννα, ζόρι, πατρότητα, εξαγωγή, τεντώνω, καταγωγή, ράτσα, διηθώ, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως