Λέξη: εμπλέκομαι
Σχετικές λέξεις: εμπλέκομαι
εμπλέκομαι μετάφραση, εμπλέκομαι κλιση, εμπλέκομαι συνώνυμα, εμπλέκομαι αοριστος, εμπλέκομαι στα αγγλικα, εμπλέκω εμπλέκομαι
Συνώνυμα: εμπλέκομαι
ουρλιάζω, γρινιάζω, εμπλέκω, γρυλίζω
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι
εμπλέκομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
involve, snarl, am involved, I am involved
εμπλέκομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gruñido, mueca, rugido, snarl, maraña
εμπλέκομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fordern, benötigen, verlangen, bedürfen, brauchen, Knurren, knäuel, snarl, Knoten, Fauchen
εμπλέκομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embrasser, réclamer, exiger, empêtrer, renfermer, requérir, comporter, compliquer, nécessiter, prier, demander, impliquer, envelopper, enlacer, enchevêtrement, gronder, grognement, grondement, rictus
εμπλέκομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coinvolgere, implicare, comportare, ringhio, garbuglio, snarl, ringhiare, groviglio
εμπλέκομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reclamar, invocar, invoque, precisar, postular, envolver, rosnado, rosnar, grunhido, snarl, emaranhado
εμπλέκομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eisen, behoeven, rekenen, vorderen, vergen, moeten, vereisen, opeisen, snauw, grauw, grauwen, snauwen, grommen
εμπλέκομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
замешивать, запутывать, впутывать, обусловить, затрагивать, окутывать, вовлекать, включить, втягивать, закручивать, нуждаться, вызывать, повлечь, предполагать, завертывать, требовать, рычание, клубок, рык, рычать, огрызаться
εμπλέκομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snerr, snarl, knurre, snerre
εμπλέκομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brummande, snarl, morra, morr, morrande
εμπλέκομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttää, vaikuttaa, korottaa, edellyttää, tarvita, kysyä, murina, vyyhti, sotkea, sekamelska, ruuhka
εμπλέκομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snerren, snarl, snerre, knurren
εμπλέκομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
implikovat, komplikovat, zaplést, obsahovat, zabalit, zahrnovat, vrčení, zavrčení, zácpa, zamotat, vrčet
εμπλέκομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pociągać, angażować, wciągać, komplikować, wplątać, obejmować, wmieszać, uwikłać, warczenie, warczeć, warknięcie, węzeł, oburknięcie
εμπλέκομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vicsorog, vicsorgás, morgás, vicsorogva, bonyodalom
εμπλέκομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istemek, söylenmek, keşmekeş, homurdanmak, hırlamak, arapsaçına çevirmek
εμπλέκομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згортання, гарчання, ричання, рикання, ричаніе
εμπλέκομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngatërroj, hungëroj
εμπλέκομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръмжене, озъбване, обърквам, зъбене, озъбвам се
εμπλέκομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пытацца, рык, гырканне, рычанне, рыканне, гыркат
εμπλέκομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegelema, õrisema, lõrin, sasipundar, urin, Ruuhkautua
εμπλέκομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obaviti, angažirati, obuhvatiti, uplesti, režati, uvrnuti, gunđanje, kazati režećim glasom, režanje
εμπλέκομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snarl
εμπλέκομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikėti, suvelti, urzgimas, niurnėti, mauroti, raizgalai
εμπλέκομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
juceklis, sajaukt
εμπλέκομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
метеж, омотавам
εμπλέκομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mârâit, mârâi, mormăit, rânjet, mormăi
εμπλέκομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Režati
εμπλέκομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zahrňovať, vrčanie, vrčania, vrčaní, hučanie
Τυχαίες λέξεις