Λέξη: φυτρώνω

Σχετικές λέξεις: φυτρώνω

φυτρώνω αγγλικά, φυτρώνω συνώνυμα, φυτρώνω στα αγγλικα

Συνώνυμα: φυτρώνω

αυξάνομαι, φύομαι, αυξάνω, γίνομαι, καλλιεργώ, βλαστάνω

Μεταφράσεις: φυτρώνω

φυτρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
germinate, spring up

φυτρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
germinar, germinan, germinación, germinarán, germine

φυτρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keimen, entkeimen, Keimung, zu keimen, auskeimen

φυτρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bourgeonner, germer, poindre, germent, germination, germeront, la germination

φυτρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
germinare, germogliare, germinano, germinazione, fare germinare

φυτρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
germinar, germinam, germinate, germinaram, germinarem

φυτρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiemen, ontkiemen, te ontkiemen, ontkiem, ontkiemt

φυτρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зарождаться, порождать, прорастать, прорастают, прорасти, прорастут, прорастает

φυτρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spire, spirer, germinate, å spire

φυτρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gro, gror, att gro, germinate, spira

φυτρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itää, itävät, idä, germinate, itämistä

φυτρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spire, spirer, at spire, spiring

φυτρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pučet, vyklíčit, klíčit, klíčí, vyklíčí, klíčení

φυτρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykiełkować, porastać, kiełkować, rozwijać, kiełkują, kiełkowania, kielkuja

φυτρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csírázik, csírázni, csíráznak, kicsíráznak, kicsírázni

φυτρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
filizlenmek, filizlendirmek, çimlenme, çimlenmeye, filizlenmeye, çimlenir

φυτρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проростіть, породжувати, проростати, проростатиме

φυτρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbin, buis, të mbin, të buis, gjerminojnë

φυτρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покълвам, напъпвам, карам да се развие, покълнат, покълват

φυτρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прарастаць

φυτρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
idanema, võrsuma, tärkama, idanevad, idane, idanemisvõime, idaneda

φυτρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klijati, klijanje, proklijati, klijaju, klija

φυτρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spíra, germinate, að spíra

φυτρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudygti, sudygsta, dygsta, dygti, sudygtų

φυτρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dīgt, diedzēt, dīgst, ienākties, uzdīgs

φυτρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ртат, покарвам

φυτρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
germina, germineze, germineaza, germinare, germinează

φυτρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kalijo, brsteti, oddajajo klice, vzklila, vzklijejo

φυτρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klíčiť, klíčivosti, klíčit
Τυχαίες λέξεις