Podrastać στα ελληνικά
Μετάφραση: podrastać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλώνω, αυξάνομαι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutyzm στα ελληνικά - απολυταρχία, απολυταρχίας, απολυταρχισμό, απολυταρχισμού, την απολυταρχία
- biokatalizator στα ελληνικά - βιοκαταλύτης, βιοκαταλύτη, βιοκαταλύτου, βιολογικού καταλύτη
- dostrojenie στα ελληνικά - μελωδία, ρύθμιση, κουρδίζω, κούρδισμα, συντονισμού, συντονισμός, συντονισμό
- hrabina στα ελληνικά - κόμισσα, κοντέσα, Countess, κόμισσας, κοντέσας
Τυχαίες λέξεις
Podrastać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αυξάνομαι
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αυξάνομαι