Λέξη: ωχρός

Σχετικές λέξεις: ωχρός

ωχρός σύνδεσμος, ωχρός συνώνυμο, ωχρός μυελός

Συνώνυμα: ωχρός

χλωμός, αδύνατος, ύπωχρος, αρρωστιάρικος, φρικτός, φρικαλέος, νεκρώδης, κάτωχρος, απαίσιος, καταβεβλημένος, κάτισχνος, ελεεινός, κιτρινωπός

Μεταφράσεις: ωχρός

ωχρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ashen, sallow, pallid, wan, pale, ghastly

ωχρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ceniciento, pálido, cetrino, cetrina, pálida, sallow, amarillenta

ωχρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
farblos, salweide, fahl, bleich, gelblich, sallow, fahle

ωχρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
olivâtre, incolore, blême, blafard, pâle, jaunâtre, cendré, hâve, pâlot, cireux, saule

ωχρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
terreo, pallido, giallastro, giallastra, sallow, olivastra, olivastro

ωχρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pálido, pálida, sallow, amarelada, amarelado

ωχρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asgrauw, verbleekt, vuilgeel, wilg, waterwilg, vaalbleek, vuilgele

ωχρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желтоватый, пепельный, мертвенно-бледный, землистый, ясеневый, болезненный, ива, желтое, желтоватое, землистое

ωχρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gusten, selje, blek, gustne, gulbleke

ωχρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sälg, sallow, glåmig, gulblek

ωχρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarninen, kalmankalpea, paju, saarnipuinen, kelmeä, sallow, kellertävä, raita

ωχρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bleg, gusten, sallow, gustne, ensfarvet

ωχρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bledý, vrba, bledá, nažloutlou, nažloutlý

ωχρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
blady, jesionowy, ziemisty, popielaty, iwa, żółtawy, sallow, ziemista

ωχρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fűzfa, fakó, sápadt, fűz, pergamenszínű

ωχρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
solgun, sallow, soluk, renksiz, attıkça

ωχρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ясеневий, попелястий, жовтуватий, ясеновий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе

ωχρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shelg, i zbetë, zbetë, verdhacak, verdhacuk

ωχρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ива, жълтеникав, бледен, нездрав, жълтеникава

ωχρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
балючы, хваравіты, балючае, хваравітае, хваравітага

ωχρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuhakarva, saarepuust, kahvatu, kahkjas, Paju, kahkjaskollane, kahvatud näod

ωχρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pepeljast, vrba, žućkast, blijed, od, blijeda, bljedilo

ωχρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fölur, sallow

ωχρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gluosnis, gelsti, blindės, išgeltęs, blindė

ωχρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kārkls, dzeltēt, dzeltenīga, bāls

ωχρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нездрав

ωχρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salcie, palid, palidă, sallow, lemn de salcie

ωχρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Vrba, sallow

ωχρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bledý, vŕba, vŕbové, vrba
Τυχαίες λέξεις