Pohamować στα ελληνικά

Μετάφραση: pohamować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, υποτάσσω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Pohamować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arteria στα ελληνικά - αρτηρία, δίοδος, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
  • bryła στα ελληνικά - βώλος, φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, ...
  • dzwonienie στα ελληνικά - διόδια, βυθομέτρηση, φόρος, ήχους, κουδούνισμα, ήχων, χτυπά, ...
  • huśtać στα ελληνικά - ροκ, αναπηδώ, κουνώ, κρεμιέμαι, λικνίζω, πέτρα, ταλάντευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Pohamować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, υποτάσσω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη