Λέξη: νυσταγμένος
Συνώνυμα: νυσταγμένος
νυσταλέος, υπνηλός, νυστάζων, υπναλέος
Μεταφράσεις: νυσταγμένος
νυσταγμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sleepy, drowsy, somnolent
νυσταγμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soñoliento, sueño, soñolienta, somnoliento, con sueño
νυσταγμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
müde, schlaftrunken, schläfrig, verschlafen, verschlafenen, verschlafene
νυσταγμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
somnolent, endormi, ensommeillé, sommeil, endormie, somnolence
νυσταγμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sonnolento, assonnato, sonnolenta, sleepy, assonnata
νυσταγμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sonolento, sono, sonolenta, com sono, sonolentos
νυσταγμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaperig, druilerig, slaperige, sleepy, slaap, slaperigheid
νυσταγμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ленивый, снотворный, дремлющий, тихий, усыпляющий, заспанный, сонный, сонливый, усыпительный, дремотный, полусонный, вялый, сонливость, сонным, сонными, сонная
νυσταγμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
søvnig, søvnige, trøtt
νυσταγμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dåsig, sömnig, sömniga, sömnigt, trött, sleepy
νυσταγμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uninen, unelias, väsynyt, sleepy, uneliaisuutta
νυσταγμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søvnig, søvnige, træt, sleepy
νυσταγμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ospalý, uspávající, nevyspalý, ospalá, ospalost, ospalé, ospalosti
νυσταγμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ospały, zmatowiały, półsenny, senny, śpiący, zaspany, niewyspany, senne
νυσταγμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
álomittas, álmos, álmosságot, álmosság, álmosnak
νυσταγμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uykulu, Sleepy, uykulu bir, The Sleepy
νυσταγμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
млявий, лінивий, дрімаючий, сонливий, сонний, снотворний, ледачий, сонне, сонна
νυσταγμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përgjumur, i fjetur, përgjumur, fjetur, të fjetur
νυσταγμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сънен, сънлив, сънливи, сънливо, заспало
νυσταγμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сонны, сонный
νυσταγμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
igavlev, uinutav, unine, uniseks, unisust, unisus, sleepy
νυσταγμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pospan, mamuran, sanjiv, spava, pospano, pospani, neispavan
νυσταγμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
syfjaður, syfju, fyrir syfju, syfja, syfjuð
νυσταγμένος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
somniculosus
νυσταγμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mieguistas, mieguistumas, mieguistumą, mieguisti
νυσταγμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kluss, miegains, miegainību, miegainība, miegainu, miegainības
νυσταγμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сонливо, поспан, поспани, сонливи, поспано
νυσταγμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
somnoros, somn, somnolență, adormit, somnolent
νυσταγμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaspan, sleepy, zaspani, zaspano, zaspana
νυσταγμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ospalý
Τυχαίες λέξεις