Pokolorować στα ελληνικά
Μετάφραση: pokolorować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, λεκιάζω, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bogaty στα ελληνικά - άφθονος, εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, ...
- chlebodawca στα ελληνικά - εργοδότης, εργοδότη, τον εργοδότη, του εργοδότη, εργοδοτών
- frekwencja στα ελληνικά - είσοδος, παραδοχή, ομολογία, παρουσία, συμμετοχή, τη συμμετοχή, φοίτηση, ...
- gag στα ελληνικά - αστείο, φιμώνω, φίμωτρο, καλαμπούρι, φίμωμα, του gag
Τυχαίες λέξεις
Pokolorować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, λεκιάζω, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
Μεταφράσεις: κηλίδα, λεκιάζω, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη