Λέξη: πόσιμος

Σχετικές λέξεις: πόσιμος

πόσιμος σίδηρος, πόσιμος ζεόλιθος, πόσιμος χρυσός

Μεταφράσεις: πόσιμος

πόσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
potable, drinkable

πόσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
potable, potable de, de boca

πόσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trinkbar, Trinkwasser, Trink-, trinkbares

πόσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
potable, boisson, buvable, bouche, de bouche, eau potable

πόσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
potabile, usi commestibili, per usi commestibili, potabili

πόσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
potável, potable, boca, de boca

πόσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drinkbaar, drinkwater, drinkbare, drink-, brandewijn

πόσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
питьевой, питьевая, питьевого, питьевую, питья

πόσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drikkevann, drikkevanns, drikke, potable, drikke-

πόσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
potable, drickbart, sprit, dricksvattenkvalitet, av dricksvattenkvalitet

πόσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoma, juomakelpoista, juotavaksi, juoma-, juotavaksi tarkoitetun, juomakelpoisella

πόσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drikkevand, drikkevandskvalitet, konsumalkohol, af drikkevandskvalitet, drikkelig

πόσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pitný, pitné, pitná, pitnou, konzumního

πόσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pitny, pitnej, pitna, picia, do picia

πόσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iható, élelmezési célú, ivóvíz minőségű, ivóvízzel, az élelmezési célú

πόσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içilebilir, içme, içecek

πόσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
питної, питною, питній, питний, питну

πόσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pijshëm, pijshëm, të pijshëm, pijshem, e pijshëm

πόσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
напитка, годен за пиене, питейна, питейната, питейни, на питейна

πόσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пітной, пітнай, пітны

πόσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jook, joogikõlbulik, joodav, joogivee, joogiveega, joogiks, joogivedelike

πόσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pitak, pitka, pitke, piće, za piće

πόσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drykkjarhæft, neysluvatni, drykkjarhæfu, neysluvatn

πόσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gėrimas, geriamojo, geriamo, geriamasis, gerti, geriamas

πόσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdzert, dzerams, dzeramā, dzeramais, dzeramo, dzeramajam

πόσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пијалакот, за пиење, пиење, вода за пиење, вода, питка

πόσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
băutură, potabil, potabilă, potabile, potabila, alimentar

πόσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pitna, pitne, pitnega, pitno, potable

πόσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pitný
Τυχαίες λέξεις