Λέξη: τζίρος
Σχετικές λέξεις: τζίρος
τζίρος επιχειρήσεων, τζίρος κύκλος εργασιών, τζίρος στοίχημα, τζίρος αγώνων πάμε στοίχημα οπαπ, τζίρος betfair, τζίρος ελληνική ρίζα, τζίρος στοιχήματος, τζίρος ορισμός, τζίρος στα αγγλικά, τζίρος οπαπ
Συνώνυμα: τζίρος
στροφή, τούμπα, κύκλος εργασίων, ανατροπή, αλλαγή
Μεταφράσεις: τζίρος
τζίρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
turnover, TurnOvers, turnover of, trading volume, turnover is
τζίρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
facturación, volumen de negocios, borde del área, consigue, rotación
τζίρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absatz, fluktuation, umsatz, Umsatz, Umsatzes, Umsätze
τζίρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revirement, tournure, tour, volte, débit, rotation, chiffre d'affaires, roulement, le chiffre d'affaires, chiffre
τζίρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rotazione, fatturato, turnover, il fatturato, volume d'affari, cifra d'affari
τζίρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volume de negócios, turnover, o volume de negócios, rotatividade, volume
τζίρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omzet, de omzet, omzet van
τζίρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опрокидывание, товарооборот, оборачиваемость, оборот, текучесть, оборота, товарооборота
τζίρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omsetning, omsetningen, turn, Omsetnings, driftsinntekter
τζίρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omsättning, omsättningen, omsätter, omsättnings
τζίρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myynti, liikevaihto, vaihto, kaatuminen, liikevaihdosta, liikevaihdon, liikevaihtoverolainsäädännön, liikevaihtoa
τζίρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omsætning, omsætningen, omsaetning, omsætning på
τζίρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obrat, zvrat, obratu, obratem, z obratu, fluktuace
τζίρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapotaż, przewracanie, fluktuacja, obrót, obroty, obrotów, obrotu, rotacji
τζίρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körfolyamat, forgalom, forgalmi, forgalma, forgalmának, forgalmat
τζίρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devir, ciro, sermaye, cirosu, top kaybı
τζίρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товарообіг, перекидання, обіг, оборот, оберт, зворот, обігу
τζίρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhiro, qarkullim, qarkullimi, qarkullimit, qarkullimi i
τζίρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оборот, оборота, оборотът, текучество
τζίρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абарот, абарачэнне, зварот
τζίρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ringlus, käive, käibe, käibest, kumuleeruvate, käivet
τζίρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prevođenje, promet, prihod, obrtanje, okretanje, promet ostvaren, promet ostvaren je, je promet, promet ostvaren je dionicama
τζίρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
velta, veltu, veltan, velta á
τζίρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apyvarta, apyvartos, apyvartą, kaita
τζίρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apgrozījums, apgrozījuma, apgrozījumu, apgrozība
τζίρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
промет, прометот, обрт, на промет, промет на
τζίρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cifra de afaceri, afaceri, cifra de afaceri realizata, de afaceri, cifrei de afaceri
τζίρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrat, prihodek od prodaje, prihodki od prodaje, prihodek, promet, prometa
τζίρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrat, obratu, obratom, tržby
Στατιστικά δημοτικότητας: τζίρος
Τυχαίες λέξεις