Policzkować στα ελληνικά
Μετάφραση: policzkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραπίζω, χαστούκι, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brodacz στα ελληνικά - άνδρας, άνθρωπος, άντρας, άνθρωπο, άνδρα
- chyży στα ελληνικά - ταχεία, γρήγορη, άμεση, ταχείας, την ταχεία
- chłodnik στα ελληνικά - ψυγείο, ψύκτη, ψυγείου, ψύκτης, πιο δροσερές
- inercyjny στα ελληνικά - αδρανής, αδρανή, αδρανούς, αδρανές, αδρανείς
Τυχαίες λέξεις
Policzkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap