Λέξη: οικιστικός
Σχετικές λέξεις: οικιστικός
οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός
Μεταφράσεις: οικιστικός
οικιστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
residential, Residential
οικιστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
residencial, residenciales, Residential, residencial de, viviendas
οικιστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Wohn, Wohnen, Residential
οικιστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résidentiel, habitable, résidentielle, d'habitation, résidentiels, Residential
οικιστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
residenziale, residenziali, Residential, Abitazioni, Abitazione
οικιστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
residencial, residential, residências, residenciais
οικιστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woon-, residentiële, woonwijken, residentieel, Residential
οικιστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жилищный, жилой, жилая недвижимость, жилая, Дома, жилищных
οικιστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Residential, bolig, Fritt, boligområde
οικιστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Bostäder, bostadsområde, Residential, bostads, bostadsområdet
οικιστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asuin-, Residential, Asuin, Asutus, Asuintontti
οικιστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Residential, Bebygget, Beboelse, Bolig, beboelsesområde
οικιστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obytný, sídelní, Rezidenční, Obytná, Bytový, Pobytová
οικιστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rezydencjonalny, mieszkaniowy, mieszkalny, willowy, Domy, Domy i, mieszkalnych
οικιστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartózkodási, lakó, Lakossági, Lakó-, Residential, bentlakásos
οικιστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerleşim, Konut, bir yerleşim, Residential, Emlak
οικιστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мешканець, резидент, житловий, житлової, Жилой, житловою, житловій
οικιστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banimi, Residential, rezidenciale, të banimit, rezidencial
οικιστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жилищен, Жилищна, Жилищно, жилищни, на жилищни
οικιστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жылы, жылой, жылога, жылай
οικιστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elamu-, Elamispinnad, Residential, Elamu, Elamute
οικιστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stambene, boravišni, stambenih, rezidencijalno, stambeni, Boravišna, Stambena, Stambeno, Residential
οικιστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Residential, íbúðabyggð, Búsetu, íbúðarhúsnæði
οικιστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenamasis, Gyvenamieji, Su apgyvendinimu, Gyvenamojo, Gyvenamosios
οικιστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvojamo ēku, dzīvojamo, Residential, dzīvojamais, Dzīvojamie
οικιστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
станбена, станбени, Приватни, станбен, резиденцијални
οικιστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Rezidențial, Rezidential, locuințe, de locuințe, Residential
οικιστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Stanovanjsko, Stanovanjski, stanovanjske, Residential, stanovanjska
οικιστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bytový, obytný, Obytnom, Obytné
Τυχαίες λέξεις