Λέξη: φυσιολογικός

Σχετικές λέξεις: φυσιολογικός

φυσιολογικός σφυγμός, φυσιολογικός ορός, φυσιολογικός όγκος προστάτη, φυσιολογικός τοκετός μετά από καισαρική, φυσιολογικός τοκετός ή καισαρική, φυσιολογικός ορός σύσταση, φυσιολογικός τοκετός, φυσιολογικός ορός τιμή, φυσιολογικός τοκετός μετά από δύο καισαρικές, φυσιολογικός τοκετός βιντεο

Συνώνυμα: φυσιολογικός

κανονικός, φυσικός, ομαλός, έμφυτος, εκ φύσεως

Μεταφράσεις: φυσιολογικός

φυσιολογικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
normal, physiological, natural, physiologically, physiologic

φυσιολογικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corriente, normal, fisiológico, fisiológica, fisiológicos, fisiológicas, fisiológica de

φυσιολογικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
normal, normale, norm, konventionell, regel, physiologisch, physiologischen, physiologische, physiologischer

φυσιολογικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
normal, règle, perpendiculaire, vertical, canon, régulier, physiologique, physiologiques, physiologique de

φυσιολογικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
normale, fisiologico, fisiologica, fisiologici, fisiologiche

φυσιολογικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habitual, normal, natural, fisiológica, fisiológico, fisiológicas, fisiológicos, physiological

φυσιολογικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
normaal, fysiologische, fysiologisch, de fysiologische, een fysiologische

φυσιολογικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
среднеарифметический, обыкновенный, обычный, нормальный, нормаль, средний, привычный, физиологический, физиологическая, физиологические, физиологическое, физиологической

φυσιολογικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
normal, fysiologiske, fysiologisk

φυσιολογικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
normal, fysiologisk, fysiologiska, fysiologiskt

φυσιολογικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
normaali, säännönmukainen, sovinnaistapa, yleinen, tavanomainen, fysiologisia, fysiologinen, fysiologiset, fysiologisen, fysiologista

φυσιολογικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
normal, fysiologiske, fysiologisk

φυσιολογικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pravidelný, kolmice, fyziologický, fyziologické, fyziologická, fyziologického, fyziologickým

φυσιολογικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwykły, prawidłowy, normalny, zwyczajowy, prostopadły, fizjologiczny, fizjologiczne, fizjologiczna, fizjologicznym, fizjologicznych

φυσιολογικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
normál, szabványos, élettani, fiziológiai, fiziológiás, a fiziológiai, a fiziológiás

φυσιολογικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
normal, fizyolojik, fizyolojik bir, psikolojik, bir fizyolojik

φυσιολογικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нормальний, звичайний, середньоарифметичний, фізіологічний, статевої

φυσιολογικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiziologjik, fiziologjike, psikologjike, psikologjik

φυσιολογικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
физиологически, физиологичен, физиологична, физиологично, физиологични

φυσιολογικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фізіялагічны, фізіялагічныя

φυσιολογικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavaline, füsioloogiline, füsioloogilise, füsioloogiliste, füsioloogilised, füsioloogilisi

φυσιολογικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uobičajen, srednji, okomit, obično, okomica, fiziološki, fiziološka, fiziološke, fiziološku, fiziološko

φυσιολογικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífeðlisfræðileg, lífeðlisfræðilegt, lífeðlisleg, lífeðlisfræðilegar, lífeðlisfræðilegum

φυσιολογικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
normalus, fiziologinis, fiziologinė, fiziologinio, fiziologinės, fiziologinių

φυσιολογικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parasts, normāls, fizioloģijas, fizioloģiskā, fizioloģisko, fizioloģiskās, fizioloģiskais

φυσιολογικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правилото, физиолошките, физиолошки, физиолошка, физиолошката, физиолошко

φυσιολογικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
normal, fiziologic, fiziologice, fiziologică, fiziologica

φυσιολογικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
normála, normální, fiziološka, fiziološki, fiziološke, fiziološko, fizioloških

φυσιολογικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
normála, obyčajný, normálny, fyziologický, fyziologické, soľný, fyziologickým, fyziologického

Στατιστικά δημοτικότητας: φυσιολογικός

Τυχαίες λέξεις