Pomruczeć στα ελληνικά
Μετάφραση: pomruczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bluźnić στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, βλασφημώ, βλαφημήση, βλασφημήσεις, ...
- czcić στα ελληνικά - λατρεύω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- emirat στα ελληνικά - εμιράτο, εμιράτου, εμιράτο του, το εμιράτο, εμιρατο
- golfista στα ελληνικά - παίχτης του γκολφ, Golfer, Παίχτης, Παίχτης του, παίκτη γκολφ
Τυχαίες λέξεις
Pomruczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει