Λέξη: μόχθος

Σχετικές λέξεις: μόχθος

μόχθος ετυμολογία, μόχθος συνώνυμο, συναισθηματικός μόχθος

Συνώνυμα: μόχθος

κόπος, εργασία, ωδίνες

Μεταφράσεις: μόχθος

μόχθος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
toil, labor, drudgery, of hard work, labor was

μόχθος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fatiga, remar, trabajo, esfuerzo, labor, trabajo duro

μόχθος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeit, arbeiten, Mühe, Mühsal, Arbeit, Mühen, Plage

μόχθος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ahan, trimer, peiner, travailler, besogne, labeur, boulonner, besogner, harasser, bosser, turbiner, travail, fatigue, fatigues, le labeur, de labeur

μόχθος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavoro, lavorare, travaglio, faticare, fatica, fatiche, la fatica, duro lavoro

μόχθος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lidar, trabalho, junto, labuta, fadiga, labor, fadigas, trabalho árduo

μόχθος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
arbeiden, arbeid, zwoegen, gezwoeg, zware arbeid, inspanning

μόχθος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хлопотня, маяться, опутывать, трудиться, мучиться, мытарство, тяжелый труд, труд, тяжкий труд

μόχθος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slit, slite, strev, slitet, møye, møie

μόχθος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sträva, knoga, slit, möda, sliter, slita, mödor

μόχθος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahertaminen, ahertaa, raadanta, työvoima, työ, aherrus, riehua, puurtaa, uurastuksen, raatamista, toil, uurastus

μόχθος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slid, Møje, Arbeide, slide, hårdt arbejde

μόχθος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dřina, dřít, trmácet, dřinu, dřiny, lopotit, lopotit se

μόχθος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trudzić, natrudzić, znój, trud, męczyć, myto, krwawica, harówka, mozół, harować, mordęga

μόχθος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gürcölés, küszködik, erőfeszítés, fáradságos, vesződség, fáradozás

μόχθος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iş, zahmet, toil, uğraş, emek, sıkıntı

μόχθος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обплутувати, важка праця, важку працю, тяжка праця, тяжку працю, важкий труд

μόχθος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
puna, mundohem, mundin, mundi, rraskapitem, mundim fizik

μόχθος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труд, мъка, трудя се, мъча се, тежък труд, мъки

μόχθος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працаваць, цяжкая праца, цяжкую працу, цяжкі працу, цяжкую справу, цяжар працы

μόχθος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rassima, võrk, rügama, tööd rügama, rügamine, vaev

μόχθος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umor, kulučiti, robijati, rintati, trud, truda

μόχθος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfiði, strit, it

μόχθος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
laboro

μόχθος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triūsas, darbas, sunkus darbas, trudzie, plušėti

μόχθος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbs, nomocīties, pūlēties, smags darbs, smagi strādāt

μόχθος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тешка работа, труд, мака, тешката работа, тешки

μόχθος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muncă, trudă, truda, osteneala, trudei, muncă grea

μόχθος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Trdo delo, Kulučiti, Porađanje

μόχθος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drina, dne
Τυχαίες λέξεις