Ponoszenie στα ελληνικά

Μετάφραση: ponoszenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάση, έδρανο, σχέση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Ponoszenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czosnkowy στα ελληνικά - σκόρδο, το σκόρδο, σκόρδου, σκόρδα, τα σκόρδα
  • dekoracje στα ελληνικά - τοπίο, ντεκόρ, διακόσμηση, διακοσμητικές, διάκοσμο, διακόσμηση του
  • handel στα ελληνικά - δοσοληψία, επιτήδευμα, επάγγελμα, λιανικός, εμπόριο, εμπορικός, κυκλοφορία, ...
  • hydroksyloamina στα ελληνικά - υδροξυλαμίνη, υδροξυλαμίνης, υδροξυλαμινο, υδροξυλαμίνη για, της υδροξυλαμίνης
Τυχαίες λέξεις
Ponoszenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάση, έδρανο, σχέση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει